Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Πτολεμαϊκός
Πτολεμαῖος
Πτολεμαΐς
Πτολεμαίτης
πτολίεθρον
πτολίοικος
πτολίπορθος
πτορθάκανθος
πτόρθος
πτυαλίζω
πτυαλισμός
πτύαλον
πτυαλώδης
πτυάς
πτύγμα
πτύγξ
πτυκτός
πτύξ
πτύξαγρις
πτύξις
πτύον
View word page
πτυαλισμός
salivation

ShortDef

salivation

Debugging

Headword:
πτυαλισμός
Headword (normalized):
πτυαλισμός
Headword (normalized/stripped):
πτυαλισμος
IDX:
77289
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77290
Key:

Data

{'content': 'salivation'}