Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πτοιώδης
Πτολεμαϊκός
Πτολεμαῖος
Πτολεμαΐς
Πτολεμαίτης
πτολίεθρον
πτολίοικος
πτολίπορθος
πτορθάκανθος
πτόρθος
πτυαλίζω
πτυαλισμός
πτύαλον
πτυαλώδης
πτυάς
πτύγμα
πτύγξ
πτυκτός
πτύξ
πτύξαγρις
πτύξις
View word page
πτυαλίζω
salivate

ShortDef

salivate

Debugging

Headword:
πτυαλίζω
Headword (normalized):
πτυαλίζω
Headword (normalized/stripped):
πτυαλιζω
IDX:
77288
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77289
Key:

Data

{'content': 'salivate'}