Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πτοίησις
πτοιώδης
Πτολεμαϊκός
Πτολεμαῖος
Πτολεμαΐς
Πτολεμαίτης
πτολίεθρον
πτολίοικος
πτολίπορθος
πτορθάκανθος
πτόρθος
πτυαλίζω
πτυαλισμός
πτύαλον
πτυαλώδης
πτυάς
πτύγμα
πτύγξ
πτυκτός
πτύξ
πτύξαγρις
View word page
πτόρθος
a young branch, shoot, sucker, sapling
ShortDef
a young branch, shoot, sucker, sapling
Debugging
Headword:
πτόρθος
Headword (normalized):
πτόρθος
Headword (normalized/stripped):
πτορθος
IDX:
77287
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77288
Key:
Data
{'content': 'a young branch, shoot, sucker, sapling'}