Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πτόησις
πτοητός
πτοία
πτοιαλέος
πτοίησις
πτοιώδης
Πτολεμαϊκός
Πτολεμαῖος
Πτολεμαΐς
Πτολεμαίτης
πτολίεθρον
πτολίοικος
πτολίπορθος
πτορθάκανθος
πτόρθος
πτυαλίζω
πτυαλισμός
πτύαλον
πτυαλώδης
πτυάς
πτύγμα
View word page
πτολίεθρον
town, city, citadel

ShortDef

town, city, citadel

Debugging

Headword:
πτολίεθρον
Headword (normalized):
πτολίεθρον
Headword (normalized/stripped):
πτολιεθρον
IDX:
77283
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77284
Key:

Data

{'content': 'town, city, citadel'}