Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πτιστικός
πτόα
πτοέω
πτόησις
πτοητός
πτοία
πτοιαλέος
πτοίησις
πτοιώδης
Πτολεμαϊκός
Πτολεμαῖος
Πτολεμαΐς
Πτολεμαίτης
πτολίεθρον
πτολίοικος
πτολίπορθος
πτορθάκανθος
πτόρθος
πτυαλίζω
πτυαλισμός
πτύαλον
View word page
Πτολεμαῖος
Ptolemy
ShortDef
Ptolemy
Debugging
Headword:
Πτολεμαῖος
Headword (normalized):
πτολεμαῖος
Headword (normalized/stripped):
πτολεμαιος
IDX:
77280
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77281
Key:
Data
{'content': 'Ptolemy'}