Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πτιστέον
πτιστής
πτιστικός
πτόα
πτοέω
πτόησις
πτοητός
πτοία
πτοιαλέος
πτοίησις
πτοιώδης
Πτολεμαϊκός
Πτολεμαῖος
Πτολεμαΐς
Πτολεμαίτης
πτολίεθρον
πτολίοικος
πτολίπορθος
πτορθάκανθος
πτόρθος
πτυαλίζω
View word page
πτοιώδης
scared, shy
ShortDef
scared, shy
Debugging
Headword:
πτοιώδης
Headword (normalized):
πτοιώδης
Headword (normalized/stripped):
πτοιωδης
IDX:
77278
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77279
Key:
Data
{'content': 'scared, shy'}