Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πτιλώσσω
πτιλωτός
πτισάνη
πτισάνης
πτισανορρυφία
πτίσις
πτίσμα
πτισμός
πτίσσω
πτιστέον
πτιστής
πτιστικός
πτόα
πτοέω
πτόησις
πτοητός
πτοία
πτοιαλέος
πτοίησις
πτοιώδης
Πτολεμαϊκός
View word page
πτιστής
one who shells
ShortDef
one who shells
Debugging
Headword:
πτιστής
Headword (normalized):
πτιστής
Headword (normalized/stripped):
πτιστης
IDX:
77269
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77270
Key:
Data
{'content': 'one who shells'}