Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνθρωπομάγειρος
ἀνθρωπόμιμος
ἀνθρωπόμορφος
ἀνθρωπονομικός
ἀνθρωπόνοος
ἀνθρωπόομαι
ἀνθρωποπάθεια
ἀνθρωποπαθέω
ἀνθρωποπαθής
ἀνθρωποπλάστης
ἀνθρωποποιέω
ἀνθρωποποιΐα
ἀνθρωποποιός
ἀνθρωπόπολις
ἀνθρωπορραίστης
ἄνθρωπος
ἀνθρωποσφαγέω
ἀνθρωπότης
ἀνθρωποτρόφος
ἀνθρωποφαγέω
ἀνθρωποφαγία
View word page
ἀνθρωποποιέω
make, form man or men

ShortDef

make, form man or men

Debugging

Headword:
ἀνθρωποποιέω
Headword (normalized):
ἀνθρωποποιέω
Headword (normalized/stripped):
ανθρωποποιεω
IDX:
7726
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7727
Key:

Data

{'content': 'make, form man or men'}