Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πτητικός
πτίλλος
πτίλον
πτιλόνωτος
πτίλος
πτιλόω
πτίλωσις
πτιλώσσω
πτιλωτός
πτισάνη
πτισάνης
πτισανορρυφία
πτίσις
πτίσμα
πτισμός
πτίσσω
πτιστέον
πτιστής
πτιστικός
πτόα
πτοέω
View word page
πτισάνης
one who shells
ShortDef
one who shells
Debugging
Headword:
πτισάνης
Headword (normalized):
πτισάνης
Headword (normalized/stripped):
πτισανης
IDX:
77262
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77263
Key:
Data
{'content': 'one who shells'}