Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνθρωπολόγος
ἀνθρωπομάγειρος
ἀνθρωπόμιμος
ἀνθρωπόμορφος
ἀνθρωπονομικός
ἀνθρωπόνοος
ἀνθρωπόομαι
ἀνθρωποπάθεια
ἀνθρωποπαθέω
ἀνθρωποπαθής
ἀνθρωποπλάστης
ἀνθρωποποιέω
ἀνθρωποποιΐα
ἀνθρωποποιός
ἀνθρωπόπολις
ἀνθρωπορραίστης
ἄνθρωπος
ἀνθρωποσφαγέω
ἀνθρωπότης
ἀνθρωποτρόφος
ἀνθρωποφαγέω
View word page
ἀνθρωποπλάστης
fashioner of men

ShortDef

fashioner of men

Debugging

Headword:
ἀνθρωποπλάστης
Headword (normalized):
ἀνθρωποπλάστης
Headword (normalized/stripped):
ανθρωποπλαστης
IDX:
7725
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7726
Key:

Data

{'content': 'fashioner of men'}