Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πτηνοπέδιλος
πτηνός
πτῆξις
πτήσιμος
πτῆσις
πτήσσω
πτητικός
πτίλλος
πτίλον
πτιλόνωτος
πτίλος
πτιλόω
πτίλωσις
πτιλώσσω
πτιλωτός
πτισάνη
πτισάνης
πτισανορρυφία
πτίσις
πτίσμα
πτισμός
View word page
πτίλος
suffering from πτίλωσις ΙΙ, affecting eyelids

ShortDef

suffering from πτίλωσις ΙΙ, affecting eyelids

Debugging

Headword:
πτίλος
Headword (normalized):
πτίλος
Headword (normalized/stripped):
πτιλος
IDX:
77256
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77257
Key:

Data

{'content': 'suffering from πτίλωσις ΙΙ, affecting eyelids'}