Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πτερωτός
πτέσθαι
πτηνοβόλος
πτηνολέτις
πτηνοπέδιλος
πτηνός
πτῆξις
πτήσιμος
πτῆσις
πτήσσω
πτητικός
πτίλλος
πτίλον
πτιλόνωτος
πτίλος
πτιλόω
πτίλωσις
πτιλώσσω
πτιλωτός
πτισάνη
πτισάνης
View word page
πτητικός
able to fly
ShortDef
able to fly
Debugging
Headword:
πτητικός
Headword (normalized):
πτητικός
Headword (normalized/stripped):
πτητικος
IDX:
77252
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77253
Key:
Data
{'content': 'able to fly'}