Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πτερωτικός
πτερωτός
πτέσθαι
πτηνοβόλος
πτηνολέτις
πτηνοπέδιλος
πτηνός
πτῆξις
πτήσιμος
πτῆσις
πτήσσω
πτητικός
πτίλλος
πτίλον
πτιλόνωτος
πτίλος
πτιλόω
πτίλωσις
πτιλώσσω
πτιλωτός
πτισάνη
View word page
πτήσσω
to frighten, scare, alarm

ShortDef

to frighten, scare, alarm

Debugging

Headword:
πτήσσω
Headword (normalized):
πτήσσω
Headword (normalized/stripped):
πτησσω
IDX:
77251
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77252
Key:

Data

{'content': 'to frighten, scare, alarm'}