Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πτέρως
πτέρωσις
πτερωτικός
πτερωτός
πτέσθαι
πτηνοβόλος
πτηνολέτις
πτηνοπέδιλος
πτηνός
πτῆξις
πτήσιμος
πτῆσις
πτήσσω
πτητικός
πτίλλος
πτίλον
πτιλόνωτος
πτίλος
πτιλόω
πτίλωσις
πτιλώσσω
View word page
πτήσιμος
able to fly, winged

ShortDef

able to fly, winged

Debugging

Headword:
πτήσιμος
Headword (normalized):
πτήσιμος
Headword (normalized/stripped):
πτησιμος
IDX:
77249
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77250
Key:

Data

{'content': 'able to fly, winged'}