Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνθρωπολογέω
ἀνθρωπολόγος
ἀνθρωπομάγειρος
ἀνθρωπόμιμος
ἀνθρωπόμορφος
ἀνθρωπονομικός
ἀνθρωπόνοος
ἀνθρωπόομαι
ἀνθρωποπάθεια
ἀνθρωποπαθέω
ἀνθρωποπαθής
ἀνθρωποπλάστης
ἀνθρωποποιέω
ἀνθρωποποιΐα
ἀνθρωποποιός
ἀνθρωπόπολις
ἀνθρωπορραίστης
ἄνθρωπος
ἀνθρωποσφαγέω
ἀνθρωπότης
ἀνθρωποτρόφος
View word page
ἀνθρωποπαθής
with human fcelings

ShortDef

with human fcelings

Debugging

Headword:
ἀνθρωποπαθής
Headword (normalized):
ἀνθρωποπαθής
Headword (normalized/stripped):
ανθρωποπαθης
IDX:
7724
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7725
Key:

Data

{'content': 'with human fcelings'}