Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πτέρων
πτερώνυμος
πτέρως
πτέρωσις
πτερωτικός
πτερωτός
πτέσθαι
πτηνοβόλος
πτηνολέτις
πτηνοπέδιλος
πτηνός
πτῆξις
πτήσιμος
πτῆσις
πτήσσω
πτητικός
πτίλλος
πτίλον
πτιλόνωτος
πτίλος
πτιλόω
View word page
πτηνός
feathered, winged
ShortDef
feathered, winged
Debugging
Headword:
πτηνός
Headword (normalized):
πτηνός
Headword (normalized/stripped):
πτηνος
IDX:
77247
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77248
Key:
Data
{'content': 'feathered, winged'}