Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πτερύσσομαι
πτέρωμα
πτέρων
πτερώνυμος
πτέρως
πτέρωσις
πτερωτικός
πτερωτός
πτέσθαι
πτηνοβόλος
πτηνολέτις
πτηνοπέδιλος
πτηνός
πτῆξις
πτήσιμος
πτῆσις
πτήσσω
πτητικός
πτίλλος
πτίλον
πτιλόνωτος
View word page
πτηνολέτις
bird-killing
ShortDef
bird-killing
Debugging
Headword:
πτηνολέτις
Headword (normalized):
πτηνολέτις
Headword (normalized/stripped):
πτηνολετις
IDX:
77245
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77246
Key:
Data
{'content': 'bird-killing'}