Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πτέρυξ
πτερύσσομαι
πτέρωμα
πτέρων
πτερώνυμος
πτέρως
πτέρωσις
πτερωτικός
πτερωτός
πτέσθαι
πτηνοβόλος
πτηνολέτις
πτηνοπέδιλος
πτηνός
πτῆξις
πτήσιμος
πτῆσις
πτήσσω
πτητικός
πτίλλος
πτίλον
View word page
πτηνοβόλος
striking birds
ShortDef
striking birds
Debugging
Headword:
πτηνοβόλος
Headword (normalized):
πτηνοβόλος
Headword (normalized/stripped):
πτηνοβολος
IDX:
77244
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77245
Key:
Data
{'content': 'striking birds'}