Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πτερύγωμα
πτερυγωτός
πτέρυξ
πτερύσσομαι
πτέρωμα
πτέρων
πτερώνυμος
πτέρως
πτέρωσις
πτερωτικός
πτερωτός
πτέσθαι
πτηνοβόλος
πτηνολέτις
πτηνοπέδιλος
πτηνός
πτῆξις
πτήσιμος
πτῆσις
πτήσσω
πτητικός
View word page
πτερωτός
feathered

ShortDef

feathered

Debugging

Headword:
πτερωτός
Headword (normalized):
πτερωτός
Headword (normalized/stripped):
πτερωτος
IDX:
77242
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77243
Key:

Data

{'content': 'feathered'}