Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πτερυγώδης
πτερυγωκής
πτερύγωμα
πτερυγωτός
πτέρυξ
πτερύσσομαι
πτέρωμα
πτέρων
πτερώνυμος
πτέρως
πτέρωσις
πτερωτικός
πτερωτός
πτέσθαι
πτηνοβόλος
πτηνολέτις
πτηνοπέδιλος
πτηνός
πτῆξις
πτήσιμος
πτῆσις
View word page
πτέρωσις
plumage
ShortDef
plumage
Debugging
Headword:
πτέρωσις
Headword (normalized):
πτέρωσις
Headword (normalized/stripped):
πτερωσις
IDX:
77240
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77241
Key:
Data
{'content': 'plumage'}