Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνθρωπόλιχνος
ἀνθρωπολογέω
ἀνθρωπολόγος
ἀνθρωπομάγειρος
ἀνθρωπόμιμος
ἀνθρωπόμορφος
ἀνθρωπονομικός
ἀνθρωπόνοος
ἀνθρωπόομαι
ἀνθρωποπάθεια
ἀνθρωποπαθέω
ἀνθρωποπαθής
ἀνθρωποπλάστης
ἀνθρωποποιέω
ἀνθρωποποιΐα
ἀνθρωποποιός
ἀνθρωπόπολις
ἀνθρωπορραίστης
ἄνθρωπος
ἀνθρωποσφαγέω
ἀνθρωπότης
View word page
ἀνθρωποπαθέω
to have human feelings

ShortDef

to have human feelings

Debugging

Headword:
ἀνθρωποπαθέω
Headword (normalized):
ἀνθρωποπαθέω
Headword (normalized/stripped):
ανθρωποπαθεω
IDX:
7723
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7724
Key:

Data

{'content': 'to have human feelings'}