Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πτερυγοτόμος
πτερυγοφόρος
πτερυγόω
πτερυγώδης
πτερυγωκής
πτερύγωμα
πτερυγωτός
πτέρυξ
πτερύσσομαι
πτέρωμα
πτέρων
πτερώνυμος
πτέρως
πτέρωσις
πτερωτικός
πτερωτός
πτέσθαι
πτηνοβόλος
πτηνολέτις
πτηνοπέδιλος
πτηνός
View word page
πτέρων
a bird
ShortDef
a bird
Debugging
Headword:
πτέρων
Headword (normalized):
πτέρων
Headword (normalized/stripped):
πτερων
IDX:
77237
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77238
Key:
Data
{'content': 'a bird'}