Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πτερυγοτομέω
πτερυγοτόμος
πτερυγοφόρος
πτερυγόω
πτερυγώδης
πτερυγωκής
πτερύγωμα
πτερυγωτός
πτέρυξ
πτερύσσομαι
πτέρωμα
πτέρων
πτερώνυμος
πτέρως
πτέρωσις
πτερωτικός
πτερωτός
πτέσθαι
πτηνοβόλος
πτηνολέτις
πτηνοπέδιλος
View word page
πτέρωμα
that which is feathered

ShortDef

that which is feathered

Debugging

Headword:
πτέρωμα
Headword (normalized):
πτέρωμα
Headword (normalized/stripped):
πτερωμα
IDX:
77236
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77237
Key:

Data

{'content': 'that which is feathered'}