Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πτερυγοειδής
πτερυγοποίκιλος
πτερυγοτομέω
πτερυγοτόμος
πτερυγοφόρος
πτερυγόω
πτερυγώδης
πτερυγωκής
πτερύγωμα
πτερυγωτός
πτέρυξ
πτερύσσομαι
πτέρωμα
πτέρων
πτερώνυμος
πτέρως
πτέρωσις
πτερωτικός
πτερωτός
πτέσθαι
πτηνοβόλος
View word page
πτέρυξ
the wing
ShortDef
the wing
Debugging
Headword:
πτέρυξ
Headword (normalized):
πτέρυξ
Headword (normalized/stripped):
πτερυξ
IDX:
77234
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77235
Key:
Data
{'content': 'the wing'}