Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πτερύγιον
πτερύγισμα
πτερυγοειδής
πτερυγοποίκιλος
πτερυγοτομέω
πτερυγοτόμος
πτερυγοφόρος
πτερυγόω
πτερυγώδης
πτερυγωκής
πτερύγωμα
πτερυγωτός
πτέρυξ
πτερύσσομαι
πτέρωμα
πτέρων
πτερώνυμος
πτέρως
πτέρωσις
πτερωτικός
πτερωτός
View word page
πτερύγωμα
the wings

ShortDef

the wings

Debugging

Headword:
πτερύγωμα
Headword (normalized):
πτερύγωμα
Headword (normalized/stripped):
πτερυγωμα
IDX:
77232
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77233
Key:

Data

{'content': 'the wings'}