Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πτεροφυΐα
πτεροφύτωρ
πτερόω
πτερυγίζω
πτερύγιον
πτερύγισμα
πτερυγοειδής
πτερυγοποίκιλος
πτερυγοτομέω
πτερυγοτόμος
πτερυγοφόρος
πτερυγόω
πτερυγώδης
πτερυγωκής
πτερύγωμα
πτερυγωτός
πτέρυξ
πτερύσσομαι
πτέρωμα
πτέρων
πτερώνυμος
View word page
πτερυγοφόρος
attracting feathers

ShortDef

attracting feathers

Debugging

Headword:
πτερυγοφόρος
Headword (normalized):
πτερυγοφόρος
Headword (normalized/stripped):
πτερυγοφορος
IDX:
77228
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77229
Key:

Data

{'content': 'attracting feathers'}