Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πτεροφυής
πτεροφυΐα
πτεροφύτωρ
πτερόω
πτερυγίζω
πτερύγιον
πτερύγισμα
πτερυγοειδής
πτερυγοποίκιλος
πτερυγοτομέω
πτερυγοτόμος
πτερυγοφόρος
πτερυγόω
πτερυγώδης
πτερυγωκής
πτερύγωμα
πτερυγωτός
πτέρυξ
πτερύσσομαι
πτέρωμα
πτέρων
View word page
πτερυγοτόμος
instrument for this purpose

ShortDef

instrument for this purpose

Debugging

Headword:
πτερυγοτόμος
Headword (normalized):
πτερυγοτόμος
Headword (normalized/stripped):
πτερυγοτομος
IDX:
77227
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77228
Key:

Data

{'content': 'instrument for this purpose'}