Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πτεροφυέω
πτεροφυής
πτεροφυΐα
πτεροφύτωρ
πτερόω
πτερυγίζω
πτερύγιον
πτερύγισμα
πτερυγοειδής
πτερυγοποίκιλος
πτερυγοτομέω
πτερυγοτόμος
πτερυγοφόρος
πτερυγόω
πτερυγώδης
πτερυγωκής
πτερύγωμα
πτερυγωτός
πτέρυξ
πτερύσσομαι
πτέρωμα
View word page
πτερυγοτομέω
excise a πτερύγιον

ShortDef

excise a πτερύγιον

Debugging

Headword:
πτερυγοτομέω
Headword (normalized):
πτερυγοτομέω
Headword (normalized/stripped):
πτερυγοτομεω
IDX:
77226
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77227
Key:

Data

{'content': 'excise a πτερύγιον'}