Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πτερορρύμσις
πτερότης
πτεροφόρας
πτεροφόρος
πτεροφυέω
πτεροφυής
πτεροφυΐα
πτεροφύτωρ
πτερόω
πτερυγίζω
πτερύγιον
πτερύγισμα
πτερυγοειδής
πτερυγοποίκιλος
πτερυγοτομέω
πτερυγοτόμος
πτερυγοφόρος
πτερυγόω
πτερυγώδης
πτερυγωκής
πτερύγωμα
View word page
πτερύγιον
the wing
ShortDef
the wing
Debugging
Headword:
πτερύγιον
Headword (normalized):
πτερύγιον
Headword (normalized/stripped):
πτερυγιον
IDX:
77222
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77223
Key:
Data
{'content': 'the wing'}