Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πτερορρυέω
πτερορρύμσις
πτερότης
πτεροφόρας
πτεροφόρος
πτεροφυέω
πτεροφυής
πτεροφυΐα
πτεροφύτωρ
πτερόω
πτερυγίζω
πτερύγιον
πτερύγισμα
πτερυγοειδής
πτερυγοποίκιλος
πτερυγοτομέω
πτερυγοτόμος
πτερυγοφόρος
πτερυγόω
πτερυγώδης
πτερυγωκής
View word page
πτερυγίζω
to flutter with the wings
ShortDef
to flutter with the wings
Debugging
Headword:
πτερυγίζω
Headword (normalized):
πτερυγίζω
Headword (normalized/stripped):
πτερυγιζω
IDX:
77221
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77222
Key:
Data
{'content': 'to flutter with the wings'}