Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πτερονόμος
πτεροποίκιλος
πτερόπους
πτερορρυέω
πτερορρύμσις
πτερότης
πτεροφόρας
πτεροφόρος
πτεροφυέω
πτεροφυής
πτεροφυΐα
πτεροφύτωρ
πτερόω
πτερυγίζω
πτερύγιον
πτερύγισμα
πτερυγοειδής
πτερυγοποίκιλος
πτερυγοτομέω
πτερυγοτόμος
πτερυγοφόρος
View word page
πτεροφυΐα
growing feathers
ShortDef
growing feathers
Debugging
Headword:
πτεροφυΐα
Headword (normalized):
πτεροφυΐα
Headword (normalized/stripped):
πτεροφυια
IDX:
77218
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77219
Key:
Data
{'content': 'growing feathers'}