Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πτερόν
πτερονόμος
πτεροποίκιλος
πτερόπους
πτερορρυέω
πτερορρύμσις
πτερότης
πτεροφόρας
πτεροφόρος
πτεροφυέω
πτεροφυής
πτεροφυΐα
πτεροφύτωρ
πτερόω
πτερυγίζω
πτερύγιον
πτερύγισμα
πτερυγοειδής
πτερυγοποίκιλος
πτερυγοτομέω
πτερυγοτόμος
View word page
πτεροφυής
growing feathers
ShortDef
growing feathers
Debugging
Headword:
πτεροφυής
Headword (normalized):
πτεροφυής
Headword (normalized/stripped):
πτεροφυης
IDX:
77217
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77218
Key:
Data
{'content': 'growing feathers'}