Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πτεροκοπέω
πτερόν
πτερονόμος
πτεροποίκιλος
πτερόπους
πτερορρυέω
πτερορρύμσις
πτερότης
πτεροφόρας
πτεροφόρος
πτεροφυέω
πτεροφυής
πτεροφυΐα
πτεροφύτωρ
πτερόω
πτερυγίζω
πτερύγιον
πτερύγισμα
πτερυγοειδής
πτερυγοποίκιλος
πτερυγοτομέω
View word page
πτεροφυέω
to grow feathers
ShortDef
to grow feathers
Debugging
Headword:
πτεροφυέω
Headword (normalized):
πτεροφυέω
Headword (normalized/stripped):
πτεροφυεω
IDX:
77216
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77217
Key:
Data
{'content': 'to grow feathers'}