Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πτερόιππος
πτεροκοπέω
πτερόν
πτερονόμος
πτεροποίκιλος
πτερόπους
πτερορρυέω
πτερορρύμσις
πτερότης
πτεροφόρας
πτεροφόρος
πτεροφυέω
πτεροφυής
πτεροφυΐα
πτεροφύτωρ
πτερόω
πτερυγίζω
πτερύγιον
πτερύγισμα
πτερυγοειδής
πτερυγοποίκιλος
View word page
πτεροφόρος
feathered, winged

ShortDef

feathered, winged

Debugging

Headword:
πτεροφόρος
Headword (normalized):
πτεροφόρος
Headword (normalized/stripped):
πτεροφορος
IDX:
77215
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77216
Key:

Data

{'content': 'feathered, winged'}