Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πτερόεις
πτερόιππος
πτεροκοπέω
πτερόν
πτερονόμος
πτεροποίκιλος
πτερόπους
πτερορρυέω
πτερορρύμσις
πτερότης
πτεροφόρας
πτεροφόρος
πτεροφυέω
πτεροφυής
πτεροφυΐα
πτεροφύτωρ
πτερόω
πτερυγίζω
πτερύγιον
πτερύγισμα
πτερυγοειδής
View word page
πτεροφόρας
wing worn

ShortDef

wing worn

Debugging

Headword:
πτεροφόρας
Headword (normalized):
πτεροφόρας
Headword (normalized/stripped):
πτεροφορας
IDX:
77214
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77215
Key:

Data

{'content': 'wing worn'}