Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πτεροείμων
πτερόεις
πτερόιππος
πτεροκοπέω
πτερόν
πτερονόμος
πτεροποίκιλος
πτερόπους
πτερορρυέω
πτερορρύμσις
πτερότης
πτεροφόρας
πτεροφόρος
πτεροφυέω
πτεροφυής
πτεροφυΐα
πτεροφύτωρ
πτερόω
πτερυγίζω
πτερύγιον
πτερύγισμα
View word page
πτερότης
wingedness

ShortDef

wingedness

Debugging

Headword:
πτερότης
Headword (normalized):
πτερότης
Headword (normalized/stripped):
πτεροτης
IDX:
77213
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77214
Key:

Data

{'content': 'wingedness'}