Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πτεροδόνητος
πτεροείμων
πτερόεις
πτερόιππος
πτεροκοπέω
πτερόν
πτερονόμος
πτεροποίκιλος
πτερόπους
πτερορρυέω
πτερορρύμσις
πτερότης
πτεροφόρας
πτεροφόρος
πτεροφυέω
πτεροφυής
πτεροφυΐα
πτεροφύτωρ
πτερόω
πτερυγίζω
πτερύγιον
View word page
πτερορρύμσις
moulting
ShortDef
moulting
Debugging
Headword:
πτερορρύμσις
Headword (normalized):
πτερορρύμσις
Headword (normalized/stripped):
πτερορρυμσις
IDX:
77212
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77213
Key:
Data
{'content': 'moulting'}