Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πτεροβάμων
πτεροδόνητος
πτεροείμων
πτερόεις
πτερόιππος
πτεροκοπέω
πτερόν
πτερονόμος
πτεροποίκιλος
πτερόπους
πτερορρυέω
πτερορρύμσις
πτερότης
πτεροφόρας
πτεροφόρος
πτεροφυέω
πτεροφυής
πτεροφυΐα
πτεροφύτωρ
πτερόω
πτερυγίζω
View word page
πτερορρυέω
to shed the feathers, moult
ShortDef
to shed the feathers, moult
Debugging
Headword:
πτερορρυέω
Headword (normalized):
πτερορρυέω
Headword (normalized/stripped):
πτερορρυεω
IDX:
77211
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77212
Key:
Data
{'content': 'to shed the feathers, moult'}