Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Πτερνοτρώκτης
Πτερνοφάγος
πτεροβάμων
πτεροδόνητος
πτεροείμων
πτερόεις
πτερόιππος
πτεροκοπέω
πτερόν
πτερονόμος
πτεροποίκιλος
πτερόπους
πτερορρυέω
πτερορρύμσις
πτερότης
πτεροφόρας
πτεροφόρος
πτεροφυέω
πτεροφυής
πτεροφυΐα
πτεροφύτωρ
View word page
πτεροποίκιλος
motley-feathered

ShortDef

motley-feathered

Debugging

Headword:
πτεροποίκιλος
Headword (normalized):
πτεροποίκιλος
Headword (normalized/stripped):
πτεροποικιλος
IDX:
77209
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77210
Key:

Data

{'content': 'motley-feathered'}