Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πτερνοβάτης
Πτερνογλύφος
πτερνοκοπέω
πτέρνος
Πτερνοτρώκτης
Πτερνοφάγος
πτεροβάμων
πτεροδόνητος
πτεροείμων
πτερόεις
πτερόιππος
πτεροκοπέω
πτερόν
πτερονόμος
πτεροποίκιλος
πτερόπους
πτερορρυέω
πτερορρύμσις
πτερότης
πτεροφόρας
πτεροφόρος
View word page
πτερόιππος
riding a winged horse

ShortDef

riding a winged horse

Debugging

Headword:
πτερόιππος
Headword (normalized):
πτερόιππος
Headword (normalized/stripped):
πτεροιππος
IDX:
77205
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77206
Key:

Data

{'content': 'riding a winged horse'}