Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πτερνίζω
πτέρνιξ
πτερνίς
πτέρνις
πτερνισμός
πτερνιστής
πτερνοβατέω
πτερνοβάτης
Πτερνογλύφος
πτερνοκοπέω
πτέρνος
Πτερνοτρώκτης
Πτερνοφάγος
πτεροβάμων
πτεροδόνητος
πτεροείμων
πτερόεις
πτερόιππος
πτεροκοπέω
πτερόν
πτερονόμος
View word page
πτέρνος
culdex
ShortDef
culdex
Debugging
Headword:
πτέρνος
Headword (normalized):
πτέρνος
Headword (normalized/stripped):
πτερνος
IDX:
77198
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77199
Key:
Data
{'content': 'culdex'}