Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πτέρνη
πτερνίζω
πτέρνιξ
πτερνίς
πτέρνις
πτερνισμός
πτερνιστής
πτερνοβατέω
πτερνοβάτης
Πτερνογλύφος
πτερνοκοπέω
πτέρνος
Πτερνοτρώκτης
Πτερνοφάγος
πτεροβάμων
πτεροδόνητος
πτεροείμων
πτερόεις
πτερόιππος
πτεροκοπέω
πτερόν
View word page
πτερνοκοπέω
stamp with the heels

ShortDef

stamp with the heels

Debugging

Headword:
πτερνοκοπέω
Headword (normalized):
πτερνοκοπέω
Headword (normalized/stripped):
πτερνοκοπεω
IDX:
77197
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77198
Key:

Data

{'content': 'stamp with the heels'}