Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πτερίς
πτέρνα
πτέρνη
πτερνίζω
πτέρνιξ
πτερνίς
πτέρνις
πτερνισμός
πτερνιστής
πτερνοβατέω
πτερνοβάτης
Πτερνογλύφος
πτερνοκοπέω
πτέρνος
Πτερνοτρώκτης
Πτερνοφάγος
πτεροβάμων
πτεροδόνητος
πτεροείμων
πτερόεις
πτερόιππος
View word page
πτερνοβάτης
one who walks on his heels

ShortDef

one who walks on his heels

Debugging

Headword:
πτερνοβάτης
Headword (normalized):
πτερνοβάτης
Headword (normalized/stripped):
πτερνοβατης
IDX:
77195
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77196
Key:

Data

{'content': 'one who walks on his heels'}