Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πτερίδιος
πτέρινος
πτερίς
πτέρνα
πτέρνη
πτερνίζω
πτέρνιξ
πτερνίς
πτέρνις
πτερνισμός
πτερνιστής
πτερνοβατέω
πτερνοβάτης
Πτερνογλύφος
πτερνοκοπέω
πτέρνος
Πτερνοτρώκτης
Πτερνοφάγος
πτεροβάμων
πτεροδόνητος
πτεροείμων
View word page
πτερνιστής
one who strikes with the heel
ShortDef
one who strikes with the heel
Debugging
Headword:
πτερνιστής
Headword (normalized):
πτερνιστής
Headword (normalized/stripped):
πτερνιστης
IDX:
77193
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77194
Key:
Data
{'content': 'one who strikes with the heel'}