Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πτελεών
πτερίδιος
πτέρινος
πτερίς
πτέρνα
πτέρνη
πτερνίζω
πτέρνιξ
πτερνίς
πτέρνις
πτερνισμός
πτερνιστής
πτερνοβατέω
πτερνοβάτης
Πτερνογλύφος
πτερνοκοπέω
πτέρνος
Πτερνοτρώκτης
Πτερνοφάγος
πτεροβάμων
πτεροδόνητος
View word page
πτερνισμός
supplanting
ShortDef
supplanting
Debugging
Headword:
πτερνισμός
Headword (normalized):
πτερνισμός
Headword (normalized/stripped):
πτερνισμος
IDX:
77192
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77193
Key:
Data
{'content': 'supplanting'}