Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πτελέϊνος
Πτελεόν
πτελεών
πτερίδιος
πτέρινος
πτερίς
πτέρνα
πτέρνη
πτερνίζω
πτέρνιξ
πτερνίς
πτέρνις
πτερνισμός
πτερνιστής
πτερνοβατέω
πτερνοβάτης
Πτερνογλύφος
πτερνοκοπέω
πτέρνος
Πτερνοτρώκτης
Πτερνοφάγος
View word page
πτερνίς
bottom

ShortDef

bottom

Debugging

Headword:
πτερνίς
Headword (normalized):
πτερνίς
Headword (normalized/stripped):
πτερνις
IDX:
77190
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77191
Key:

Data

{'content': 'bottom'}