Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πτελέα
πτελεάδες
πτελέϊνος
Πτελεόν
πτελεών
πτερίδιος
πτέρινος
πτερίς
πτέρνα
πτέρνη
πτερνίζω
πτέρνιξ
πτερνίς
πτέρνις
πτερνισμός
πτερνιστής
πτερνοβατέω
πτερνοβάτης
Πτερνογλύφος
πτερνοκοπέω
πτέρνος
View word page
πτερνίζω
strike with the heel

ShortDef

strike with the heel

Debugging

Headword:
πτερνίζω
Headword (normalized):
πτερνίζω
Headword (normalized/stripped):
πτερνιζω
IDX:
77188
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77189
Key:

Data

{'content': 'strike with the heel'}