Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πτέλας
πτελέα
πτελεάδες
πτελέϊνος
Πτελεόν
πτελεών
πτερίδιος
πτέρινος
πτερίς
πτέρνα
πτέρνη
πτερνίζω
πτέρνιξ
πτερνίς
πτέρνις
πτερνισμός
πτερνιστής
πτερνοβατέω
πτερνοβάτης
Πτερνογλύφος
πτερνοκοπέω
View word page
πτέρνη
heel

ShortDef

heel

Debugging

Headword:
πτέρνη
Headword (normalized):
πτέρνη
Headword (normalized/stripped):
πτερνη
IDX:
77187
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77188
Key:

Data

{'content': 'heel'}