Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πτεκάς
πτέλας
πτελέα
πτελεάδες
πτελέϊνος
Πτελεόν
πτελεών
πτερίδιος
πτέρινος
πτερίς
πτέρνα
πτέρνη
πτερνίζω
πτέρνιξ
πτερνίς
πτέρνις
πτερνισμός
πτερνιστής
πτερνοβατέω
πτερνοβάτης
Πτερνογλύφος
View word page
πτέρνα
the heel

ShortDef

the heel

Debugging

Headword:
πτέρνα
Headword (normalized):
πτέρνα
Headword (normalized/stripped):
πτερνα
IDX:
77186
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77187
Key:

Data

{'content': 'the heel'}