Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πταώτην
πτεκάς
πτέλας
πτελέα
πτελεάδες
πτελέϊνος
Πτελεόν
πτελεών
πτερίδιος
πτέρινος
πτερίς
πτέρνα
πτέρνη
πτερνίζω
πτέρνιξ
πτερνίς
πτέρνις
πτερνισμός
πτερνιστής
πτερνοβατέω
πτερνοβάτης
View word page
πτερίς
male fern, Aspidium Filix-mas
ShortDef
male fern, Aspidium Filix-mas
Debugging
Headword:
πτερίς
Headword (normalized):
πτερίς
Headword (normalized/stripped):
πτερις
IDX:
77185
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77186
Key:
Data
{'content': 'male fern, Aspidium Filix-mas'}